τριετηρίδα

τριετηρίδα
τριετηρίς
triennial festival
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριετηρίδα — η / τριετηρίς, ίδος, ΝΑ 1. εορτή που γίνεται κάθε τρίτο έτος, η τρίτη επέτειος 2. χρονική περίοδος τριών ετών, τριετία νεοελλ. τρία χρόνια υπηρεσίας δημόσιου υπαλλήλου αρχ. φρ. «γυναῑκες τριετηρίδες» γυναίκες που εορτάζουν τριετηρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τριετηρίδα — η 1. χρονικό διάστημα τριών ετών, τριετία. 2. η τρίτη επέτειος: Η τριετηρίδα της εκλογικής νίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIETERICA — Bacchi sacra, quae tertiô quôque annô celebrabantur. Virg. l. 4. Aen. v. 302. Audito stimulant Trieterica Bacchi Orgia. Statius, Theb. l. 2. v. 661.. Non haec Trieterica vobis Nox patrio de more venit. Nic. Lloyd. Nempe duobus annis retroactis,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τριετηρικός — ή, όν, Α [τριετηρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια τριετηρίδα 2. (για παρεμβολή εμβόλιμων ημερών) αυτός που γίνεται ανά τριετία …   Dictionary of Greek

  • τριετία — η 1. χρονικό διάστημα τριών ετών. 2. η τρίτη επέτειος, η τριετηρίδα: Γιορτάζουν την τριετία του γάμου τους. 3. τρία χρόνια υπηρεσίας υπαλλήλου, που υπολογίζονται για χορήγηση επιδόματος: Αυξήθηκαν οι αποδοχές του· πήρε τριετία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”